- ποικιλόσχημος
- -η, -οαυτός που έχει ποικίλα σχήματα, μορφές, αλλ. ποικιλόμορφος: Ποικιλόσχημα επιχειρήματα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ποικιλόσχημος — η, ο, Ν αυτός που έχει ή εμφανίζει ποικίλα σχήματα ή ποικίλες μορφές. επίρρ... ποικιλοσχήμως Ν με ποικιλόσχημο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + σχημος (< σχήμα) πρβλ. μεγαλό σχημος. Η λ. μαρτυρείται από το 1899 στον Χ. Μεγδάνη] … Dictionary of Greek
αιολόμορφος — αἰολόμορφος, ον (Α) ποικιλόμορφος, ποικιλόσχημος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰόλος + μόρφος < μορφή] … Dictionary of Greek
ποικίλος — η, ο / ποικίλος, η, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος 2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα… … Dictionary of Greek